Χαλκοκουρούνα (Coracias garrulus) Roller

Χαλκοκουρούνα (Coracias garrulus)
Είναι αποκλειστικά μεταναστευτικό είδος. Έχει το μέγεθος της Κίσσας. Χοντρό πουλί. Ράμφος ισχυρό. Χρώμα κεφαλής-κοιλιάς-στήθους κάτω μέρος ουράς, κυανούν. Ράχη πυρόξανθη. Φτερούγες κυανές με μαύρο στις άκρες. Ουρά πρασινη από πάνω.
Αναπαραγωγή: Γεννά 3-5 αυγά. Τα κλωσσά 17-20 ημέρες. Ζει 9 χρόνια.
Βιότοπος: Φωλιάζει σε τρύπες σε βράχους και δέντρα, ακόμα και σε εγκαταλειμμένα λατομεία, κτίρια και γέφυρες. Συχνά την βλέπει κανείς να κάθεται σε κάποιο γυμνό κλαδί ή σε σύρματα και φράκτες περιμένοντας να δει κάποιο έντομο που αποτελεί την τροφή της.
Πιθανές απειλές: Πουλί προσαρμοσμένο να ζει κοντά στον άνθρωπο και τις δραστηριότητές του, ωστόσο η έλλειψη κατάλληλων θέσεων για φώλιασμα (το κόψιμο παλιών δέντρων) η εντατικοποίηση της γεωργίας, η μονοκαλλιέργειες, η καταστροφή φυτοφρακτών όπου βρίσκει έντομα για να τραφεί και η χρήση φυτοφαρμάκων συντελούν στη μείωση του πληθυσμού της.
Η αύξησης της ανοικοδόμησης (βιομηχανικής και οικιστικής), επιδρούν αρνητικά και απειλούν το μέλλον της ύπαρξης της.
Ονοματολογία
Η ονομασία του γένους είναι αρχαία ελληνική και προέρχεται από τη λέξη κόραξ (=ο κόρακας, το κοράκι): <κόραξ, -κος + κατάληξη -ίας (πρβλ. στρουθ-ίας, φοινικ-ίας).
- Το ενδιαφέρον έγκειται στην αναφορά του Αριστοτέλη: «…κολοιών δ’ εστίν είδη τρία, έν μεν ο κορακίας…» Ο μεγάλος φιλόσοφος και από τους πρώτους ταξινόμους κάνει μια έμμεση αναφορά σε δύο ταξινομικές κατηγορίες, το γένος («κολοιός») και το είδος («κορακίας»), δεκάδες αιώνες πριν αναγνωριστεί η κατά Λινναίον συστηματική ταξινομική. Δεν θα γίνει ποτέ γνωστό με ακρίβεια ποια ήσαν τα τρία «είδη» «κολοιών» του Αριστοτέλη, πιθανόν όμως να επρόκειτο για την Κάργια, την Καλιακούδα και τη Χαλκοκουρούνα.
H ονομασία του είδους είναι λατινική και, προέρχεται από το ρήμα garrio το οποίο, όμως, προέρχεται και πάλι από την αρχαία ελληνική, ως αντιδάνειο: garrūlus < garrio [αρχ.γαρύω (=μιλάω ακατάπαυστα, φλυαρώ, αρθρώνω κραυγές), πρβλ. γñρυς, -υος (=η φωνή)] . Έτσι, παρόλο που ο όρος «φλύαρος» είναι επιστημονικά λίγο αδόκιμος, είναι ο μόνος πλησιέστερα στην ακριβή μετάφραση της λατινικής λέξης garrūlus.
Η αγγλική του ονομασία Roller, οφείλεται στο τελετουργικό επίδειξης των αρσενικών κατά την αναπαραγωγική εποχή, οπότε πραγματοποιούνται περιστροφές (rolls) στον αέρα.
Η ελληνική λαϊκή ονομασία του είδους, παραπέμπει στα ποικίλα χρώματα του σώματος του πτηνού, μέσα στα οποία κυριαρχεί το χρώμα του χαλκού.
Τροφή
Για να κυνηγήσουν με επιτυχία οι χαλκοκουρούνες, χρειάζονται ανοικτές θέσεις, ιδιαίτερα τα λιβάδια και τις καλλιέργειες σιτηρών, από τις οποίες «σαρώνουν» οπτικά την περιοχή για θηράματα. Συνήθως εποπτεύουν το χώρο από την κορυφή ενός δένδρου, από φράκτες, περιφράξεις, ένα πάσσαλο ή, ακόμη και από γραμμές τροφοδοσίας ηλεκτρισμού αν νοιώθουν ότι δεν απειλούνται. Επίσης αναζητούν τη λεία τους σε αμπελώνες, αν το έδαφος κρατά κάποια κάλυψη βλάστησης (Tron et al. 2006).
Η βασική τους λεία είναι τα έντομα και διάφορα αρθρόποδα, με μέγεθος τουλάχιστον 1 (ένα) εκατοστό. Μόνο κατά τη μετανάστευση προσθέτουν φυτική τροφή στο διαιτολόγιό τους, κυρίως σταφύλια και σύκα. Από τα έντομα, τα μεγάλα σκαθάρια κυριαρχούν, αλλά συμπεριλαμβάνονται και ακρίδες, σκολόπενδρες, λιβελλούλες, τζιτζίκια, γρύλοι, πεταλούδες και κάμπιες στη λεία τους. Μικρά θηλαστικά, αμφίβια και ερπετά μπορεί να καταναλώνονται, αλλά όχι σε σημαντική ποσότητα.
Η συνήθης τακτική κυνηγιού της χαλκοκουρούνας, είναι από σταθερό σημείο. Περιμένει μέχρι να εντοπίσει κάποιο θήραμα, ορμάει απότομα και αρπάζει τη λεία της και, κατόπιν επιστρέφει στη θέση εκκίνησης για να επαναλάβει την επίθεση. Μερικές φορές, όταν το περίβλημα της λείας είναι ανθεκτικό, το χτυπάει πάνω σε μια σκληρή επιφάνεια, ή μπορεί να το ρίχνει στον αέρα πριν από την κατάποση. Δεν συνηθίζει να ακολουθεί τη λεία της στον αέρα και, αυτό μπορεί να συμβεί, μόνο σε μαζική εμφάνιση ιπτάμενων εντόμων.
Πληροφορίες:
Φωτογραφίες: Courtesy Dave Wragg Images, Φώτω Κόνσολα