Τουρλίδα (Numenius arquata) – Eurasian Curlew

Η τουρλίδα είναι ένα πτηνό με χαρακτηριστικό μεγάλο ράμφος (9-15εκ) το οποίο έχει κλήση προς τα κάτω.
Κατά την μετανάστευση του (Απρ. και Ιουν. -Σεπτ) αλλά και τον χειμώνα συνήθως το συναντάμε σε κοπάδια σε παράκτια λασποτόπια, εκβολές, υγρολίβαδα, κ.α. ενδιαιτήματα που χάνονται λόγω παρεμβάσεων στις ακτές.
Η διατροφή της τουρλίδας αποτελείται κυρίως από δακτυλιοσκώληκες και επίγεια έντομα (π.χ. κολεόπτερα και ορθόπτερα), ειδικά κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού, αν και ευχαρίστως στρέφεται σε καρκινοειδή, μαλάκια, πολύχαιτους σκώληκες, αράχνες, αλλά και σωροκάρπια ή σπέρματα. Περιστασιακά τρέφεται με μικρά ψάρια, αμφίβια, σαύρες, μικρά πουλιά και μικρά τρωκτικά.
Το ράμφος της τουρλίδας είναι εξαιρετικό εργαλείο, που το χρησιμοποιεί όχι μόνον για να «μαζεύει» την τροφή της από το έδαφος, αλλά και για να ανοίγει ή να σπάει το κέλυφος καρκινοειδών και μαλακίων. Η ανίχνευση της λείας γίνεται είτε οπτικά, είτε δια της αφής μέσω του ράμφους της, το οποίο διατηρεί σε συνεχή επαφή με το υπόστρωμα, σε πολύ μικρό βάθος. Όταν ανιχνευθεί το θήραμα, το ράμφος βυθίζεται περισσότερο, η λεία αποσπάται και καταβροχθίζεται. Με τα καρκινοειδή, η συμπεριφορά της είναι πιο «βίαιη», αφού τα τινάζει πέρα-δώθε με το ράμφος και κατόπιν τα εκσφενδονίζει στο έδαφος, μέχρι να αποσπαστούν τα άκρα τους.
Κατάσταση πληθυσμού: Σύμφωνα με την IUCN το είδος έχει χαρακτηριστεί ως Σχεδόν Απειλούμενο (NT).
Απειλές: Κατά την αναπαραγωγή του, το είδος απειλείται από την απώλεια και τον κατακερματισμό των βαλτωδών οικοτόπων, ως αποτέλεσμα της αποδάσωσης (del Hoyo et al 1996, Johnsgard 1981), όπως και την απώλεια των λειμώνων βόσκησης, ως αποτέλεσμα της εντατικοποίησης της γεωργίας και των εγγειοβελτιωτικών έργων (del Hoyo et al 1996, Johnsgard 1981, Baines 1988) (π.χ. αποχέτευση, ανόργανη λίπανση και επανασπορά) (Baines 1988). Το είδος υποφέρει επίσης από υψηλή καταστροφή των αυγών και θνησιμότητα των νεοσσών (λόγω κυρίως του κουρέματος της χαμηλής βλάστησης με χλοοκοπτικά μηχανήματα) και τα υψηλά ποσοστά θήρευσης όταν φωλιάζει σε εγγειοβελτιωμένα λιβάδια (del Hoyo et al. 1996). Από την άλλη, οι πληθυσμοί στις κεντρικές ασιατικές στέπες έχουν μειωθεί μετά την εγκατάλειψη της γεωργικής γης και την επακόλουθη αύξηση στο ύψος της βλάστησης, καθιστώντας μεγάλες εκτάσεις ακατάλληλες για φώλιασμα. Το είδος έχει επίσης υποστεί μείωση του πληθυσμού, ως αποτέλεσμα του κυνηγιού (Johnsgard 1981) και, είναι ευαίσθητο στη γρίπη των πτηνών, ώστε να μπορεί να απειλείται από μελλοντικά κρούσματα του ιού (Melville και Shortridge 2006).
Οι διαχειμάζοντες πληθυσμοί απειλούνται από την όχληση στα παλιρροιακά αλίπεδα (del Hoyo et al 1996, Burton et al 2002α , 2002β ), λ.χ. από κατασκευαστικές εργασίες (Burton et al 2002α ) και τους πεζοπόρους (Burton et al 2002β), την οικιστική ανάπτυξη στους χώρους κούρνιασματος, τη ρύπανση (del Hoyo et al. 1996) και τις πλημμύρες στις εκβολές των ποταμών, στις ελώδεις περιοχές και στις αλυκές, που είναι το αποτέλεσμα της κατασκευής φραγμάτων (Burton 2006). Το είδος απειλείται επίσης από την υποβάθμιση των περιοχών όπου ξεκουράζεται κατά τη μετανάστευση, από τις εκχερσώσεις, τη ρύπανση, την ανθρώπινη όχληση και τη μειωμένη ροή των ποταμών (Kelin και Qiang 2006). Οι τοπικοί πληθυσμοί του είδους έχουν επίσης μειωθεί λόγω της λαθροθηρίας (del Hoyo et al . 1996).
Πληροφορίες-Πηγές:
21/01/2018 http://www.iucnredlist.org/details/22693190/0
Τα Πουλιά της Ελλάδας, της Κύπρου και της Ευρώπης, 2η έκδοση, Ελληνική Ορνιθολογική Εταιρεία, ISBN 978-960-6861-33-8, σελ:158
Φωτογραφίες: Φώτω Κόνσολα