Κυπαρίσσι το αειθαλές (Cupressus semrervivens)

Ανήκει στην οικογένεια των κωνοφόρων-κυπαρισσίων, που φύεται σε όλα τα μεσημβρινά μέρη και τους τόπους της Ανατολής. Πατρίδες του φυτού θεωρούνται η Κρήτη και η Κύπρος.
Είναι ρητινώδες δέντρο, που μπορεί να φτάσει σε ύψος τα 15-30 μέτρα. Το θηλυκό κυπαρίσσι έχει απλωτά κλαδιά και πυραμοειδή κορυφή. Τα φύλλα του είναι λεπιοειδή, σκουροπράσινα. Αρσενικά άνθη μικρά, μακρουλά, κίτρινα. Θηλυκά άνθη (κώνοι), στρογγυλωπά, πράσινα, με διάρκεια ανάπτυξης 2 ετών. Ο καρπός είναι κυπαρισσόμηλο που ωριμάζει κατά το φθινόπωρο και αποτελείται από 8-14 καρπικά λέπια. Τα σπέρματά του είναι άφθονα σε κάθε λέπιο, βαθιά καστανόχρωμα. Η περιστροφική του ρίζα εισέρχεται βαθιά στο χώμα και του επιτρέπει να φυτρώνει σε ξηρά εδάφη, χωρίς να υποφέρει από τα ζεστά καλοκαίρια. Η μακροζωία του ανέρχεται στα 500 έως 700 χρόνια.
Ιστορικά στοιχεία:
Η ονομασία του δέντρου προέρχεται σύμφωνα με μία αναφορά από το σύνθετο κύω=παράγω και το πάρισσος = ισόμετρος και οφείλεται στο ότι η ανάπτυξη της κυπαρίσσου της αειθαλούς είναι συμμετρική. Άλλοι πάλι ισχυρίζονται ότι το δέντρο το λάτρευαν στην Κύπρο εξ ου και το όνομα του (Cuprus >Cupresus).
Το δέντρο αυτό είναι το έμβλημα της μελαγχολίας και το στόλισμα των νεκροταφείων. Ήταν αφιερωμένο στον Πλούτωνα, το θεό του Άδη. Η μυθολογία λέει ότι κάποιος νέος από την Κέα που τον έλεγαν Κυπάρισσο, όταν πέθανε από θλίψη για τον χαμό του αγαπημένου του ελαφιού, παρακάλεσε τον Απόλλωνα να διατηρήσει την ανάμνηση της λύπης του αθάνατη και ο θεός τον μεταμόρφωσε σε κυπαρίσσι. Έτσι το δέντρο θεωρείται πένθιμο και στολίζει ναούς και μνήματα. Τα Αιγυπτιακά φέρετρα που τοποθετούσαν τις μούμιες, οι θύρες των αρχαίων ναών, ιερά κιβώτια και θήκες, όπως και οι πόρτες των βασιλικών ανακτόρων των αρχαίων, πολλά ξόανα και πολλές παραστάσεις ήταν κατασκευασμένα από κυπαρισσόξυλο. Οι νόμοι του Πλάτωνα χαράζονταν πάνω σε πλάκες του ξύλου αυτού.
Ο Διοσκουρίδης το πρότεινε για τη δυσεντερία, τον ερυσίπελα, για να βγουν τα σπασμένα νύχια και να απομακρυνθούν τα παράσιτα. Ο Ιπποκράτης το σύστηνε για τις λοιμώξεις του ουροποιητικού.
Τα κιονόκρανα της Κνωσσού ήταν κατασκευασμένα από ξύλο κυπαρισσιού, όπως επίσης και τα εντοιχισμένα δοκάρια που έκαναν τους τοίχους ανθεκτικότερους στις σεισμικές δονήσεις.
Οι Ασσυρο- Βαβυλώνιοι χρησιμοποιούσαν το αιθέριο έλαιο του κυπαρισσιού για τις φαγούρες του πρωκτού και τις αιμορραγίες.
Οι αρχαίοι Ρωμαίοι συνήθιζαν όταν γεννιόταν ένα κορίτσι να φυτεύουν στα κτήματα τους κυπαρίσσια, ώστε όταν μεγάλωνε να έχουν καλή ξυλεία για το σπίτι και τα έπιπλα τους.
Για τις γυναίκες των Σκυθών, το κυπαρίσσι ήταν το μοναδικό καλλωπιστικό και καθαριστικό μίγμα που χρησιμοποιούσαν. Το παρασκεύαζαν από πριονίδια του κυπαρισσιού. Το καλλυντικό γινόταν από τα βράσιμο των πριονιδιών. Με αυτό πλενόντουσαν. Καθάριζε το πρόσωπό τους και μαλάκωνε το δέρμα. Λουόμενες με το νερό αυτό τα μαλλιά τους έπαιρναν μελανό χρώμα.
Οι κινέζοι από την αρχαιότητα συνήθιζαν να μασούν τους καρπούς για να σταματήσουν τις αιμορραγίες και το χάσιμο των δοντιών.
Ο Γαληνός χρησιμοποιούσε τους καρπούς κατά των διαρροιών και των αιμορραγιών και σαν αντιπυρετικούς. Ο Λανζόν απέδισε στο κυπαρίσσι ιδιότητες παρόμοιες με της κίνας κατά των διαλειπόντων πυρετών.
Ο γάλλος φαρμακοποιός Σίλβα, παρασκεύαζε ένα αντιδυσεντερικό σιρόπι με τα εξής συστατικά. 75 δράμια κοπανισμένα κυπαρισσόμηλα, 250 δράμια ζεστό νερό, 300 δράμια απλό σιρόπι και 20 δράμια οινόπνευμα. Τοποθετούσε τα κυπαρισσόμηλα στο βραστό νερό για 24 ώρες. Ύστερα σούρωνε το νερό, πρόσθετε το οινόπνευμα και ανακάτωνε το μίγμα με το σιρόπι.
Οι χωρικοί χρησιμοποιούσαν το νερό των βρασμένων κυπαρισσόμηλων κατά της τριχόπτωσης και για το βάψιμο των μαλλιών.
Στην Κρήτη το κυπαρίσσι αφθονούσε πάντα. Ο Θεόφραστος αναφέρει ότι παντού αλλού τα κυπαρίσσια πολλαπλασιάζονται με σπόρο, αλλά στην Κρήτη και από στέλεχος. Στο φαράγγι της Σαμαριάς , κοντά στην Αγία Ρουμέλη, βρίσκεται η αρχαία πόλη Τάρρα, κοντά στην οποία υπήρχαν κυπαρίσσια που είχαν σχήμα Μινωικού κίονος. Δηλαδή ήταν παχύτερα στην κορυφή και λεπτότερα στη βάση. Η Τάρρα έστελνε πολλούς τέτοιους Μινωικούς κίονες στην Τίρυνθα, τις Μυκήνες και την Τροία. Στην Κρήτη ξεχώριζαν στα κυπαρίσσια σε δύο ειδών. Το αρσενικό κυπαρίσσι που είναι «σόβγαρτο» και δεν διακλαδίζεται και το θηλυκό που διακλαδίζεται. Τα χρησιμοποιούσαν στην οικοδομική και την επιπλοποιία. Από κυπαρίσσι έφτιαχναν τα τελάρα (αργαλειοί). Το κυπαρίσσι μόλις το έκοβαν, το ξεφλούδιζαν (για να αναπνέει) και το άφηναν να παλιώσει πριν το χρησιμοποιήσουν. Τα δέντρα τα έκοβαν πάντα στη λίγωση του φεγγαριού για να μην λαθρακιούνε (να μην τα τρώει το σαράκι).
Στην Κρήτη οι γιατροί το χρησιμοποιούσαν ως φάρμακο για τα στηθικά νοσήματα. Τον φλοιό του κυπαρισσιού τον χρησιμοποιούσαν για ανάταξη καταγμάτων. Με τα φύλλα του καπνίζανε τα λουκάνικα. Τα κυπαρισσόμηλα τα χρησιμοποιούσαν σε υποκαπνισμούς και εγκαθίσματα για τους πάσχοντες από σύφιλη.
Ακόμη, τα έκαιγαν με βουτσά (κοπριά βοδιού) και κυπαρισσόφουντες για να διώχνουν τις σκνίπες. Επίσης τα καβούρδιζαν φτιάχνοντας ένα καφέ ενάντια στη διάρροια Το αρτσίνι (ρητίνη) του κυπαρισσιού το χρησιμοποιούσαν οι λυράρηδες για το δοξάρι της λύρας τους.
Συστατικά-χαρακτήρας:
Περιέχει ολιγομερείς προκυανίδες, αιθέριο έλαιο, μονοτερπένες (ειδικά α-πευκόνιο), αλκοόλες, οξείδια, εστέρες.
Το ξύλο του κυπαρισσιού είναι κιτρινοκόκκινο, σκληρό, συμπαγές και άφθαρτο. Χαρακτηριστικό είναι ότι οι πόρτες του καθεδρικού Ναού του Αγίου Πέτρου στη Ρώμη είναι από κυπαρίσσι και δεν υπάρχει κανένα σημάδι σήψης αν και κατασκευάστηκαν πριν από 1200 και πλέον χρόνια Όλα τα μέρη του δέντρου αναδίδουν μία δυνατή τερεβινθώδη οσμή. Με εντομές συλλέγονται από αυτό μία ρητίνη, ανάλογη με τη ρητίνη του πεύκου, που με απόσταξη δίνει ένα αιθέριο έλαιο, που με το χρόνο αφήνει για κατακάθι, μία ρητίνη ανάλογη με το κολοφώνιο.
Το αιθέριο έλαιο του κυπαρισσιού εξάγεται ακόμη από τα κλαδάκια, τις βελόνες και τους καρπούς του δέντρου με απόσταξη. Τα κυριότερα συστατικά του αιθέριου ελαίου είναι πινένιο, καρένιο και κεδρόλη.
Άνθιση – χρησιμοποιούμενα μέρη – συλλογή:
Το δέντρο ανθίζει τον Απρίλιο. Για θεραπευτικούς σκοπούς χρησιμοποιούνται τα φύλλα, το ξύλο και ο καρπός. Τα φύλλα και το ξύλο συλλέγονται όλο το χρόνο. Ο καρπός πρέπει να συλλέγεται όσο ακόμη είναι πράσινος.
(πληροφορίες: Δίανθος/Κυπαρίσσι, φωτογραφία: Χάρης Τρουβάς)